- ὀπισθίως
- ὀπίσθιοςhinderadverbialὀπίσθιοςhindermasc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
навъзпѧть — (3*) нар. 1.Назад, обратно: Аже рѹсинъ кѹпить. ѹ латинеского чл҃вка товаръ. а възмьть к собѣ. тоть латинескомѹ. не взѧти товара наѹспѧть. рѹсинѹ томѹ платити. Гр 1229, сп. А (смол.); и ѿмѣта˫а замыслы людьскы(х) и ѹмны˫а възраща˫а на въспѧть и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οπίσθιος — α, ο (ΑΜ ὀπίσθιος, ία, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος κάποιου, πισινός («τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια», Αριστοτ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το οπίσθιο(ν) και τα οπίσθια το πίσω μέρος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
παλιμπυγηδόν — (Α) επίρρ. πισώκωλα, με κίνηση προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πυγηδόν «οπισθίως» (< πυγή)] … Dictionary of Greek
ՅԵՏՍ — ( ) NBH 2 0357 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c, 13c, 14c մ. ὁπίσω, εἱς τὰ ὅπισθεν, ὁπισθίως post, retro, inposteriora, retrorsum. եւ բայիւ ἁποστρέφω, ἑπιστρέφομαι averto, reverto, or ἁποκροῦμαι propello.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)